Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Μιχάλης Σιγανίδης και οι ΦουΜουΣου στην Κύπρο





Συνέντευξη με το Μιχάλη Σιγανίδη
Είναι ο πρωτοπόρος της ελληνικής avant garde. Έχει εκδώσει από το 1987 εφτά προσωπικούς δίσκους, είναι επίσης μπασίστας με τα γκρουπ Χειμερινοί Κολυμβητές και Primavera en Salonico (της Σαβίνας Γιαννάτου) και περιστασιακά με διάφορα άλλα. Τον συναντώ στο τηλέφωνο ένα πρωινό του Αυγούστου, εγώ στο Καïμακλί, αυτός στη πόλη του, τη Θεσσαλονίκη, για μια πρώτη (ή δεύτερη) γνωριμία μουσικού προς μουσικό.
Σε τι φάση σε βρίσκω; Τώρα ετοιμάζομαι για ένα σεμινάριο στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Μουσικό Χωριό. Το έκανα και πέρσι και χάρηκα πολύ. Επίσης το Σάββατο θα παίξουμε με τους ΦΜΣ, το συγκρότημα με το οποίο θα έρθουμε και στην Κύπρο. Mε βρίσκεις επίσης στην έρημη πόλη η οποία έχει εγκαταλειφθεί από τους κατοίκους και είναι θαυμάσια!
Πότε άρχισες τη μουσική σου πορεία και πώς;  Μίλα μου λίγο για τα early days; Από τις πρώτες τάξεις του δημοτικού είχαμε πάει-θυμάμαι-με τη μητέρα μου να αγοράσουμε μια κιθάρα. Στο ταμείο όμως είχε γίνει ένα καταπληκτικό λάθος, όπου εγώ παρέλαβα ένα όργανο το οποίο τελικά ήταν το μπουζούκι κάποιου άλλου πελάτη, ο οποίο είχε λάβει εκείνος το δικό μου κιθαράκι. Όταν συνειδητοποιήσαμε το λάθος κάναμε την ανταλλαγή. Αυτό ήτανε όμως και κάπως συμβολικό δηλαδή το ότι δεν υπήρχε τότε αυτή η σχέση μου με τη λαϊκή μουσική, ήτανε κάτι απόμακρο. Η σχέση που ήτανε πιο έντονη εκείνες τις μέρες ήτανε με τη δυτική ελαφρά μουσική. Σ’ αυτό το κιθαράκι, λοιπόν, έβγαζα πάνω σε μια χορδή μελωδίες της εποχής και σιγά σιγά έμαθα να παίζω ακόρντα.
Θάθελα πολύ να μάθω ποιες είναι οι επιρροές σου γιατί αυτό που κάνεις ακούγεται μοναδικό. Προσπαθώ και εγώ να καταλάβω αυτή τη σχέση μιας τραγουδοποιίας. Βγαίνει πχ ένα τραγουδάκι στο ύφος τροβαδούρων που σου αρέσουν… όχι σου αρέσουν, πετάς τη σκούφια σου και θέλεις να γίνεις και συ τέτοιος. Μιλάμε για συχνότητα ερωτικής επαφής όχι συχνότητα ενδιαφέροντος, ότι δηλαδή μου αρέσει ένα τραγούδι του Μπομπ Ντύλαν. ‘Θέλω να είμαι ο Μπομπ Ντύλαν’! Δηλαδή σκέφτομαι ότι έτσι ανάβει μια φωτιά. Μόνο με μια ταυτοποίηση, εσωτερικά. Μυθολογικά ανάβει μια φωτιά. Αλλιώς ούτε με την παιδεία ανάβει αν δεν υπάρχει η φλόγα αυτή που δίνει ο μύθος.
Τι άκουγες τότε; Άκουγα πολύ Μπητλς και Ντύλαν στα 74-75. Άκουγα Σαββόπουλο υπερβολικά. Για μένα ήταν μια αποκάλυψη τότε μέσα σε μια τραγουδοποιία της μαγειρικής της Κυριακής όπου μυρίζομαι τα φαγητά τα οποία αργοψήνονται και περιμένει η οικογένεια για να φάει οπότε παίζει από το ραδιόφωνο εκείνο το θλιβερό μπουζούκι του νέου τότε Νταλάρα. Αυτό ο Σαββόπουλος νομίζω ότι το έκανε πάρα πολύ πέρα, και για αυτό τον σέβομαι, για αυτή ακριβώς την αποκάλυψη. Αυτή, λοιπόν, την ερωτική χαρά που μου έδινε ένα τραγούδι των Μπητλς  σαν το Πένυ Λέιν το πώς εμφανίζονταν οι ενορχηστρώσεις κτλ, αυτό μπορούσε να με αποκόψει από τον κόσμο και να μην έχω απολύτως καμιά σχέση με τίποτα, να είμαι συνεχώς στα ουράνια. Έτσι ένιωθα στην παιδική ηλικία, με τα αντίστοιχα τραύματα που φέρνει η απομάκρυνση από την πραγματικότητα (γέλια). Αλλά ο Σαββόπουλος επικοινώνησε αυτά τα ακατάληπτα για μας τους νέους εφήβους τότε αγγλικά που ακούγονταν παράξενα, δηλαδή ήξερες λίγες λέξεις…δεν ξέρω αν έβγαζες ολόκληρο νόημα απ’τους στίχους αλλά νομίζω ότι ο τρόπος που ακούστηκε αυτό το ροκ από το Σαββόπουλο αργότερα και από τον Πουλικάκο ( για τον οποίο έχω μεγάλο θαυμασμό), ήτανε οι χαρές της εφηβείας.
Το περιβάλλον στο οποίο ζεις σε κάνει να νιώθεις ότι παίρνεις πίσω κάτι αντάξιο αυτού που δίνεις σαν δημιουργός; Αυτό που με ρωτάς είναι σαν να ρωτάει κάποιος αν αγαπήθηκε απ’ τη μαμά του. Είναι τόσο σπουδαίο αυτό που λες. Νομίζω ότι για πολλά χρόνια έζησα και έφτιαχνα σε περιβάλλον το οποίο δεν αποδεχόταν ιδιαίτερα, αυτό που έφτιαχνα. Το θεωρούσε κάτι ίσως  παρανοϊκό και τρελό και παράξενο. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, πανηγυρίζω εκείνο που λέει σε ένα στίχο του ο Εγγονόπουλος πως… «Δεν άνθισαν ματαίως». Όλος αυτός ο κόπος και η μοναξιά δηλαδή, ακόμα και μέσα στου φίλους, δεν πήγε άδικα. Νιώθω πια  λες και κερδήθηκε το στοίχημα, δηλαδή το αν αυτό που σκέφτομαι, είναι μέσα στην εποχή μου και ότι υπάρχουνε πέντε άνθρωποι που μου δίνουν ένα feedback και μπορώ να είμαι ευτυχής. Δεν νιώθω μια ματαίωση με το παιδικό μου στοίχημα. Το αντίθετο θα έλεγα. Πέρασα, όμως,  μια θητεία σε ένα παράπονο(γέλια)
 Τι είναι το tape; Α! Είναι τα όνειρα! Μπορώ να έχω την ευκολία με την οποία το ασυνείδητο δανείζει πράγματα στα όνειρά μας. Να μπορώ να τα ανασύρω και να τους δίνω μορφή. Ικανοποιεί μια ανάγκη για να ακούω τις αγαπημένες φωνές, γιατί έζησα 30 χρόνια με τους γονείς, μεγάλωσα σαν συνταξιούχος. Μου άρεσε αυτό. Δεν  το εννοώ ότι ήμουνα έγκλειστος παρά τη θέλησή μου, αλλά θέλησα να έχω μαζί αγαπημένες φωνές. Από εκεί ξεκινάει. Μετά μπήκε όλη αυτή η έννοια ενός ψυχοδράματος. Το tape με διευκολύνει να δίνω μια δραματική υπόσταση στη μουσική.
Και τεχνικά; Τεχνικά, έχω ένα μαγνητόφωνο και ηχογραφώ πράγματα και κόβω κομμάτια της μαγνητοταινίας και μοντάρω σε πρώτη φάση χωρίς κομπιούτερ τότε, και φτιάχνω μια μουσικό-ποιητική αφήγηση με λόγο και ήχο. Είναι ένα πρωτογενές υλικό για μένα το οποίο μπορώ να χρησιμοποιήσω στη συναυλία όπου μπορούμε για παράδειγμα να πέφτουμε πάνω  στο tape με όλη την ορχήστρα. Έχει μία πληθώρα εκδοχών. Κάτι σαν πλαστελίνη.
Η μουσική σου αντλεί πολλά στοιχεία από την, αν θέλεις, ρηχή καθημερινότητα. Σωστά; Και είναι αυτό κάτι συνειδητό; Ο Κρισναμούρτι έλεγε ότι δεν υπάρχει βαθιά και ρηχή σκέψη. Η σκέψη είναι ρηχή. Είναι ένας φλοιός. Όλο το άλλο πράμα είναι η ευρύτερή μας νόηση. Αυτό που λες καρδιά… η πρόσληψη. Οπότε προφανώς αυτά τα στοιχεία μου είναι πολύ αγαπημένα για να ασχολούμαι μαζί τους. Η καθημερινότητα είναι κάτι που λατρεύτηκε και είναι ένα υλικό που μου είναι πολύ χρήσιμο. Είμαστε εμείς η καθημερινότητα δεν είναι τίποτα άλλο.
Τι σε ώθησε να χρησιμοποιήσεις λόγο και δείγματα από ποίηση στη μουσική σου; Ήταν κάτι πολύ φυσικό για μένα. Δεν μπορώ να το αναλύσω...Είναι όπως όταν κατουράς. Υπάρχει ένα σύστημα και γίνεται αυτή η λειτουργία. (παύση) Μπορείς να πεις πως αυτή η αγάπη μου με την ποίηση ξεκίνησε από ένα πολύ αγαπημένο μου δάσκαλο τον Τάσο Ναούμ, ο οποίος μια μέρα μπήκε μέσα στο μάθημα και άρχισε να διαβάζει το «Δρόμο» του Εμπειρίκου, ένα τεράστιο ποίημα το οποίο με άγγιξε…Εκείνο που θυμάμαι καλά ήταν όταν είχα ακούσει τη φωνή του Σαχτούρη από αυτό το δίσκο ο οποίος είχε κυκλοφορήσει από τη Λύρα και είχα το κοντραμπάσο, ήμουνα σε μια περίεργη ψυχική κατάσταση και συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε πολύ να παίζω αυτά τα riffs που έβγαζα στο μπάσο μαζί με τη φωνή. Αυτό ήταν κάτι που με ικανοποιούσε πολύ και το έφτιαξα σιγά σιγά, το ηχογράφησα, δεν έκανα ‘κάτι’. Απλά έγιναν οι δομές αλλά τα πρώτα σκίτσα ήταν τόσο αυθόρμητα. Όπως να λες λόγια, να σου αρέσει η φωνή, να γκρουβάρει ωραία ο λόγος πάνω σε αυτή τη βάση, και το αποτέλεσμα να είναι σαν αποτέλεσμα μιας χημικής ένωσης που παράγει κάτι άλλο. Δηλαδή ενώ βλέπεις τα συστατικά, το αλάτι, το πιπέρι και λοιπά, το φαγητό βγαίνει κάτι άλλο από αυτό που νομίζεις. (παύση). Μπορείς να φανταστείς, βέβαια, ποια ήταν η αντίδραση τότε, δηλαδή το πώς φαινότανε στους άλλους. Στις συναυλίες, μάλιστα, έβγαινα με το Revox, με τι ταινίες, που είναι πολύ βαρύ, δεν υπήρχαν κομπιούτερ και όλα αυτά. Έφερνα το Revox (το revox είναι ένα μεγάλο παλιό ελβετικό μαγνητόφωνο) λοιπόν, το έστηνα και ήταν σαν μια παράσταση όπως την «Τελευταία ταινία του Κράπ», αυτό το έργο του Μπέκετ  όπου ο τύπος ανασυνθέτει αναμνήσεις με ένα μαγνητόφωνο σε μια κατάσταση παραφροσύνης.
Τι είναι οι Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη και πώς διαφέρει από τα άλλα σχήματα σου; Ποια η σχέση σου με τον ποιητή; Οι Φίλοι Μίλτου Σαχτούρη ονομάστηκαν έτσι από ένα λογοπαίγνιο, από μια διάθεση να σταθώ πιο κοντά του, να γνωρίσω τον ποιητή. Ταυτόχρονα είναι και Φίλοι Μιχάλη Σιγανίδη. Επίσης είναι φυσικό-μαθηματική σχολή! Όσον αφορά τα άτομα της μπάντας: υπήρξε αρχικά το συγκρότημα Μικρός Αδερφός που ήταν o Θοδωρής  Ρέλλος και ο Τάκης Κανέλλος. Μετά κάνανε αυτοί τους Mode Plagal. Εγώ συνέχισα μόνος μου, μετά κάναμε το συγκρότημα Λαμπράκη το οποίο σιγά σιγά μετατράπηκε στο σημερινό σχήμα, το οποίο αποτελούν οι Θοδωρής Ρέλλος στα σαξόφωνα, ο Κώστας Θεοδώρου που παίζει ντραμς, είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης ο οποίος τραγουδά και παίζει φλογέρες και κρουστά και φέρνει την αίγλη του στο συγκρότημα, είναι ο Χάρης Λαμπράκης που παίζει  πλήκτρα και νέυ, ο Αντώνης Ανισέγγος ο οποίος παίζει πιάνο, ο Μιχάλης Σιγανίδης ο οποίος παίζει μπάσο, κιθάρα και τραγουδάει και ο Θύμιος Ατζακάς  στην ηλεκτρική κιθάρα που είναι ένας καινούριος φίλος στου γκρουπ.
Με την Κύπρο τι σχέση έχεις; Η Κύπρος μου αρέσει. Μου αρέσει ο κόσμος και οι φίλοι που έχω εκεί. Μου αρέσει επίσης η γλώσσα και την κάπως την πεθυμώ όταν επιστρέφω πίσω στην Ελλάδα. Μου κάνει κάτι όταν έρχομαι εκεί. Μου βγάζει κάτι…αρχαίο, και μου αρέσει αυτό.
Info: Ο Μιχάλης Σιγανίδης θα εμφανιστεί στο θέατρο Ριάλτο στη Λεμεσό στις 16 Σεπτεμβρίου.

1 σχόλιο:

  1. Πολύ ωραία συνέντευξη με εξαιρετικές ερωτήσεις. Είναι συγκινητικό εκεί που λέει πως νοιώθει πως το παιδικό του στοίχημα έχει δικαιωθεί. Φοβερός μουσικός!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή